Anthologica Universe Atlas / Universes / Context 34 / Weyötiss / Λεχσικον το Ϝεͱο̨τισς / καθαυσο

καθαυσο, /ka.tʰau.sɔ/, v. I fall asleep

καθαυσο, καθαυθσο, κατεηυς, καθεηυς, α καθυσα
related: ελλεχο, ηαυσο